συκοφαντία

συκοφαντία
συκοφαντίᾱ , συκοφαντία
vexatious
fem nom/voc/acc dual
συκοφαντίᾱ , συκοφαντία
vexatious
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)
συκοφαντίᾱ , συκοφαντίας
masc nom/voc/acc dual
συκοφαντίας
masc voc sg
συκοφαντίᾱ , συκοφαντίας
masc voc sg (attic)
συκοφαντίᾱ , συκοφαντίας
masc gen sg (doric aeolic)
συκοφαντίας
masc nom sg (epic)
σῡκοφαντίᾱ , συκοφαντίης
masc nom/voc/acc dual
σῡκοφαντία , συκοφαντίης
masc voc sg
σῡκοφαντίᾱ , συκοφαντίης
masc voc sg (attic)
σῡκοφαντίᾱ , συκοφαντίης
masc gen sg (doric aeolic)
σῡκοφαντία , συκοφαντίης
masc nom sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συκοφαντίᾳ — συκοφαντίᾱͅ , συκοφαντία vexatious fem dat sg (attic doric aeolic) συκοφαντίαι , συκοφαντίας masc nom/voc pl συκοφαντίᾱͅ , συκοφαντίας masc dat sg (attic doric aeolic) σῡκοφαντίαι , συκοφαντίης masc nom/voc pl σῡκοφαντίᾱͅ , συκοφαντίης masc dat …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκοφαντία — η, ΝΜΑ [συκοφάντης] η ενέργεια τού συκοφάντη, ψευδής και αβάσιμη κατηγορία, διαβολή μσν. παρερμηνεία αρχ. 1. λογική απάτη, σόφισμα 2. καταπίεση 3. φρ. α) «δίδωμί τινι συκοφαντίαν» δίνω αφορμή για ψευδή κατηγορία εναντίον κάποιου (Δημοσθ.) β)… …   Dictionary of Greek

  • συκοφαντία — η ψευδής κατηγορία: Προσπάθησαν με διάφορες συκοφαντίες να μειώσουν το κύρος του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συκοφαντίας — συκοφαντίᾱς , συκοφαντία vexatious fem acc pl συκοφαντίᾱς , συκοφαντία vexatious fem gen sg (attic doric aeolic) συκοφαντίᾱς , συκοφαντίας masc acc pl συκοφαντίᾱς , συκοφαντίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) σῡκοφαντίᾱς , συκοφαντίης …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκοφαντίαι — συκοφαντίᾱͅ , συκοφαντία vexatious fem dat sg (attic doric aeolic) συκοφαντίας masc nom/voc pl συκοφαντίᾱͅ , συκοφαντίας masc dat sg (attic doric aeolic) σῡκοφαντίαι , συκοφαντίης masc nom/voc pl σῡκοφαντίᾱͅ , συκοφαντίης masc dat sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκοφαντίαν — συκοφαντίᾱν , συκοφαντία vexatious fem acc sg (attic doric aeolic) συκοφαντίᾱν , συκοφαντίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) συκοφαντίας masc acc sg σῡκοφαντίᾱν , συκοφαντίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) σῡκοφαντίαν ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκοφαντιῶν — συκοφαντία vexatious fem gen pl συκοφαντίας masc gen pl σῡκοφαντιῶν , συκοφαντίης masc gen pl σῡκοφαντιῶν , συκοφαντιά fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκοφαντίαις — συκοφαντία vexatious fem dat pl συκοφαντίας masc dat pl σῡκοφαντίαις , συκοφαντίης masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβανιά — Λέξη αραβικής προέλευσης, που σημαίνει συκοφαντία, ζημιά, βλάβη. Ειδικότερα, στα χρόνια της τουρκοκρατίας, α. λεγόταν η συκοφαντική καταγγελία προς τα οθωμανικά δικαστήρια, είτε για λόγους εκδίκησης είτε για εκβιασμό. To οθωμανικό ποινικό δίκαιο… …   Dictionary of Greek

  • κηλώ — (I) κηλῶ, έω (Α) 1. μαγεύω, τέρπω, θέλγω, κυρίως με μουσική (α. «λόγοις τε καὶ ᾠδαῑς μὴ κηλεῑν ἀλλ ἐξαγριαίνειν πολλὴ ἀμουσία», Πλάτ. β. «κηλούμενος παρὰ ταῑς Σειρῆσιν», Αριστοτ.) 2. παθ. κηλοῡμαι, έομαι προσελκύομαι, μαγεύομαι (α. «ὑπὸ δώρων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”